ιταλομανής

ιταλομανής
-ές
αυτός που αγαπά υπερβολικά ή θαυμάζει ή μιμείται τους Ιταλούς ή χρησιμοποιεί χωρίς λόγο την ιταλική γλώσσα ή ιταλικές λέξεις και φράσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ἰταλός + -μανής (< θ. μαν-, πρβλ. αόρ. ε-μάν-ην τού ρ.: μαίνομαι), πρβλ. πυρο-μανής, τοξικο-μανής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ιταλομανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που αγαπά υπερβολικά την Ιταλία και τους Ιταλούς, ιταλόφιλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιταλομανία — η [ιταλομανής] η ιδιότητα τού ιταλομανούς, η υπερβολική αγάπη και ο θαυμασμός προς τους Ιταλούς και την Ιταλία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”